ζαχαρωμένος

ζαχαρωμένος
η , ο засахаренный (о варенье)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζαχαρωμένος" в других словарях:

  • ζαχαρώνω — ζαχαρώνω, ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαχαρώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαχαρώνομαι), η οποία δε συνηθίζεται. Το ρ. σημαίνει κυρίως → (για μέλι ή φρούτο κτλ.) εμφανίζω κρυστάλλους ζάχαρης / ερωτοτροπώ. Με την… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζαχαρώνω — ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος 1. αμτβ., ζαχαριάζω: Το μέλι ζαχάρωσε. 2. μου αρέσει κάτι υπερβολικά: Ζαχαρώνει τα σπορ αυτοκίνητα. 3. ερωτοτροπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»